- έντεχνος
- -η, -ο (AM ἔντεχνος, -ον)1. αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με τέχνη και επιδεξιότητα (σε αντίθεση προς τον άτεχνο ή τον κακότεχνο)2. εκείνος που βρίσκεται μέσα στα όρια τής τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις τής τέχνηςμσν.- νεοελλ.προσχεδιασμένος, προμελετημένοςαρχ.(για πρόσ.) έμπειρος, επιδέξιος.επίρρ...έντεχνα (AM ἐντέχνως)με τέχνη, επιδέξιαμσν.- νεοελλ.προμελετημένα, προσχεδιασμέναμσν.με επάρκεια.
Dictionary of Greek. 2013.